- πενθεινός
- πενθ-εινός, ή, όν,A mourning, Aq., Thd.Is.61.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πενθεινός — ή, όν, Α ο πένθιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. εινός (πρβλ. ποθ εινός)] … Dictionary of Greek